- παλιμπότης
- παλιμπότης, ὁ (Α)είδος διπλού ποτηριού αποτελούμενου από δύο ενωμένα στις βάσεις ποτήρια ώστε να δέχεται υγρό και από τις δύο πλευρές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πότης (< πίνω), πρβλ. συμ-πότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek